- ξυλοφοροῦντα
- ξυλοφορέωcarry woodpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ξυλοφορέωcarry woodpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλοφορώ — ξυλοφορῶ, έω (Α) [ξυλοφόρος] 1. (για δούλο ή ημίονο) μεταφέρω ξύλα («ἡμίονον κατέλιπε ξυλοφοροῡντα», Στράβ.) 2. κρατώ ράβδο, όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι 3. παράγω ξυλεία … Dictionary of Greek